δυνητικός, -ή

δυνητικός, -ή
επίρρ. αυτός που μπορεί να γίνει ή να μη γίνει: Δυνητικές διατάξεις του νόμου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυνητικός — potential masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνητικός — ή, ό (AM δυνητικός, ή, όν) αυτός που εκφράζει το δυνατό, τη δυνατότητα ή πιθανότητα …   Dictionary of Greek

  • δυνητικόν — δυνητικός potential masc acc sg δυνητικός potential neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνητικοῖς — δυνητικός potential masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνητικοί — δυνητικός potential masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνητικούς — δυνητικός potential masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”